άτρακτος

άτρακτος
η (Α ἄτρακτος)
1. αδράχτι
2. διάφορα εξαρτήματα σε σχήμα αδραχτιού
νεοελλ.
το κύριο μέρος του αεροσκάφους (σε σχήμα ατράκτου), το οποίο περιλαμβάνει τον θάλαμο πλοηγήσεως και τους χώρους μεταφοράς επιβατών, αποσκευών και εμπορευμάτων
αρχ.
1. βέλος
2. ατρακτοειδές σκεύος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η ομοιότητα της λ. άτρακτος με το αρχ. ινδ. tarku- «αδράχτι» οδηγεί στην άποψη ότι οι δύο αυτοί τ. προήλθαν από ένα αμάρτυρο αρχικό ρ. με σημασία «στρέφω, γυρίζω», αντίστοιχο του λατ. torqueō «στρέφω» (πρβλ. ατρεκής). Κατά συνέπεια, ο τ. άτρακτος σχηματίστηκε από τη συνεσταλμένη βαθμίδα + επίθημα -το με α- προθεματικό ή αθροιστικό-μεγεθυντικό. Η λ. άτρακτος, συνήθως αρσενικού γένους, σπανίως δε θηλυκού, απαντά στον Ηρόδοτο, τον Πλάτωνα, τον Αριστοφάνη και τον Αριστοτέλη με σημασία «ρόκα, αδράχτι» (πρβλ. ηλακάτη), ενώ στον Σοφοκλή σημαίνει «το βέλος». Τέλος, ο τ. χρησιμοποιείται και ως τεχνικός όρος, στον Ιπποκράτη μεν για να δηλώσει «είδος καυτηρίου», στον Πολυδεύκη δε «το ανώτατο μέρος του ιστού του πλοίου».
ΠΑΡ. ατρακίδα (-ίς)
αρχ.-μσν.
ατράκτιο].
ΣΥΝΘ. ατρακτοειδής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἄτρακτος — spindle masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άτρακτος — η 1. το αδράχτι με το οποίο, παλιότερα, έκλωθαν το νήμα. 2. ο κορμός του αεροπλάνου στον οποίο υπάρχουν οι θέσεις των επιβατών και οι χώροι των αποσκευών. 3. (μαθ.), τμήμα επιφάνειας της σφαίρας που περιλαμβάνεται ανάμεσα σε δύο μέγιστα ημικύκλιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀτράκτοις — ἄτρακτος spindle masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτράκτοισι — ἄτρακτος spindle masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτράκτου — ἄτρακτος spindle masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτράκτους — ἄτρακτος spindle masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτράκτων — ἄτρακτος spindle masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτράκτῳ — ἄτρακτος spindle masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄτρακτοι — ἄτρακτος spindle masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄτρακτον — ἄτρακτος spindle masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”